
Σ ένα {γεφύρι} στεκόμουν
Δεν πάει πολύς καιρός ήταν η {νύχτα} μελιχρή.
Από μακριά ένα τραγούδι ερχόταν:
Σαν σταγόνα πλήθαινε απο χρυσάφι
Πάνω στου νερού την τρεμάμενη όψη.Γόνδολες,
Φώτα και μουσικές, μεθσμ΄να, έπλεαν στ {λυκόφως.
Έγχορδο όργανο, η {ψυχή} μου,
Από αθέατη δύναμη δονούμενη, {εντός μου} τραγουδούσε,
Κάποιο τραγούδι γόνδολας [ριγωντας κρυφά
Από πολύχρωμη ευτυχία].
-Την άκουγε , άραγε, κανείς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου